ραμφισμός

ραμφισμός
ο, Ν [ραμφίζω]
το χτύπημα με ράμφος, το ράμφίσμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ράμφισμα — το, ατος και ραμφισμός, ο το τσίμπημα με τη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”